ἀκοίμητος

ἀκοίμητος
ἀκοίμητος, ον,
A sleepless, unresting, of sea, A.Pr.139;

Νύμφαι Theoc.13.44

;

πῦρ Plu.Cam.20

, Ael.NA11.3;

φέγγος LXX Wi.7.10

;

ἀ. καὶ ἀπαραλόγιστος Arr.Epict.1.14.12

, etc.;

ἀ. δάκρυσι IG9(2).317.4

([place name] Tricca). Adv.

-τως, ἔχει πρὸς τὰ θεῖα Ph.Fr.101

H.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακοίμητος — ακοίμητος, η, ο και ακοίμιστος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν κοιμήθηκε ή δεν μπόρεσε να κοιμηθεί: Όλη τη νύχτα ήταν ακοίμητος. 2. αυτός που αδιάκοπα επιτηρεί κάτι: Ακοίμητοι φρουροί των συνόρων. 3. αυτός που υπάρχει πάντα, που δεν ησυχάζει:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοίμητος — sleepless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοίμητος — η, ο (AM ἀκοίμητος, ον) (ΑΝ) 1. αυτός που δεν κοιμάται, δεν κοιμήθηκε ή δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος, άγρυπνος 2. ακατεύναστος, ακαταπράυντος (μσν. νεοελλ. μτφ.) 1. ακατάπαυστος, διαρκής, αιώνιος 2. αυτός που δεν σβήνει ποτέ, ο άσβηστος νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • ἀκοιμήτως — ἀκοίμητος sleepless adverbial ἀκοίμητος sleepless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοίμητον — ἀκοίμητος sleepless masc/fem acc sg ἀκοίμητος sleepless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοιμήτοιο — ἀκοίμητος sleepless masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοιμήτοις — ἀκοίμητος sleepless masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοιμήτοισι — ἀκοίμητος sleepless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοιμήτοισιν — ἀκοίμητος sleepless masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοιμήτου — ἀκοίμητος sleepless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοιμήτους — ἀκοίμητος sleepless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”